- νοοπλανές
- νοοπλανήςwandering in mindmasc/fem voc sgνοοπλανήςwandering in mindneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοοπλανής — νοοπλανής, ές (Α) 1. φρενοβλαβής 2. αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα, αυτός που επιφέρει παραφροσύνη («νοοπλανὲς ἴχνος», Noνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. δολο πλανής, ψυχο πλανής] … Dictionary of Greek